- μελανουργός
- μελᾰν-ουργός,A atramentarius, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μελανουργός — μελανουργός, ὁ (Α) ο παρασκευαστής μελάνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελανόν «μαύρη βαφική ουσία», ουδ. τού επιθ. μελανός* + ουργός*] … Dictionary of Greek
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek